Φινιστέρ

Φινιστέρ
(Finistère). Νομός της Γαλλίας στη Δυτική Βρετάνη και συνορεύει Α με τους νομούς Κοτ-ντι-Nop και Μορμπιάν, Β με τη Μάγχη και Ν με τον Ατλαντικό (838.000 κάτ., 6.733 τ. χλμ.). Δυο χαμηλές οροσειρές, το Μοντ ντ’ Αρέ και Μοντάνι Νουάρ, περιβάλλουν την κοιλάδα του Σαντολέν, όπου εφαρμόζεται η πολυκαλλιέργεια και η κτηνοτροφία. Ο νομός παράγει άφθονα φρούτα και λαχανικά και τρέφει πολλά βοοειδή και προβατοειδή. Πολύ ανεπτυγμένη είναι και η αλιεία στις ακτές. Bιομηχανική ανάπτυξη υπάρχει κατά κύριο λόγο στη Βρέστη, που διαθέτει εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών και υφασμάτων, και στο Κεμπέρ, που διαθέτει βιομηχανίες τροφίμων και κονσερβοποιίας. Ιδιαίτερα ανεπτυγμένος είναι και ο τουρισμός επειδή ο νομός διαθέτει γραφικές ακτές. Οι σπουδαιότερες πόλεις είναι: Κεμπέρ (πρωτεύουσα), Βρέστη, Μορλέ, Ντουαρνενέ, Κουνκαρνό και Σατολέν. Το Φ. διαθέτει επίσης και ένα θερμοπυρηνικό εργοστάσιο στο Μπρενιλί. Φινιστέρ. Μερική άποψη του Κονκαρνό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βρετάνη — (Bretagne). Διοικητική περιφέρεια (27.209 τ. χλμ., 2.906.197 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί περίπου με την ομώνυμη χερσόνησο και βρέχεται από τα νερά της Μάγχης (κόλπος Σεν Μαλό) στα Β και του Ατλαντικού στα Δ και Ν.… …   Dictionary of Greek

  • βρετονική γλώσσα — Η γλώσσα των Βρετόνων κατοίκων της γαλλικής επαρχίας της Βρετάνης. Ανήκει στην κελτική ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τη β.γ. μιλούν σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, κυρίως αγρότες και ναυτικοί. Επίσημη όμως γλώσσα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ζουβέ, Λουί — (Louis Jouvet, Κροζόν, Φινιστέρ 1887 – Παρίσι 1951). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και διευθυντής θεάτρου. Αφετηρία της θεατρικής του σταδιοδρομίας (1906 50) υπήρξε η ομάδα Action d’ Art. Το 1913 πήρε …   Dictionary of Greek

  • Λεζάν, Γκιγιόμ — (Guillaume Lejean, Φινιστέρ 1828 – 1871). Γάλλος εξερευνητής και συγγραφέας. Επισκέφθηκε επανειλημμένα τη Βαλκανική χερσόνησο και την Ασία, όπου εξερεύνησε την Ινδία, το Κασμίρ, ταξίδεψε στην ανατολική Αφρική και έφτασε στο Χαρτούμ μέσω της… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”